ἄρακι

ἄρακι
ἄραξ
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κορφαράκι — κορφαράκι, τὸ (Μ) μικρός κόλπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρφος με σημ. «κόλπος τής θάλασσας» + υποκορ. κατάλ. αράκι (πρβλ. ξυλ αράκι, φυλλ αράκι)] …   Dictionary of Greek

  • φιλαράκι — το, Ν υποκορ. τ. τού φίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + υποκορ. κατάλ. αράκι (πρβλ. μηλ αράκι, ξυλ αράκι)] …   Dictionary of Greek

  • φυλλαράκι — το, Ν μικρό φύλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + υποκορ. κατάλ. αράκι (πρβλ. ξυλ αράκι)] …   Dictionary of Greek

  • αρακάς — ο [άρακος] βοτ. 1. το φυτό πίσον το ήμερον και ο καρπός του, μπιζέλι, αράκι 2. το φυτό λάθυρος ο ήμερος, λαθούρι, φάβα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”